Πέτρινες περιφράξεις
Eγκεκριμένη αναδημοσίευση από το τεχνικό περιοδικό “ΚΤΙΡΙΟ“
Παρουσίαση: ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΖΥΓΟΜΑΛΑΣ, Πολιτικός Μηχανικός, MSc.
Τα πλεονεκτήματα της πέτρας την καθιστούν ένα από τα πιο αξιόπιστα υλικά κατασκευής περιφράξεων. Η ανθεκτικότητά της στις καιρικές συνθήκες αλλά και στην επίδραση άλλων εξωγενών παραγόντων, καθώς και το γεγονός ότι δεν επηρεάζεται απο μικροοργανισμούς, έντομα κτλ. συνθέτουν μια επιλογή με αυξημένη διάρκεια ζωής. Επίσης εκτός από τη διαχρονικότητα, η πέτρα, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται – σύγχρονο ή παραδοσιακό -, σηματοδοτεί πάντα μια ιδιαίτερη αισθητική προσέγγιση και μια διακριτική έκφραση καλαισθησίας. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που επιζητάται συχνά είναι η προβολή των αξιών που αντιπροσωπεύει το συγκεκριμένο δομικό υλικό, δηλαδή της σταθερότητας, της δύναμης και της μονιμότητας.
Χαρακτηριστικά και απαιτήσεις
Οι περιφράξεις αποτελούν εφαρμογή που ταιριάζει σε μεγάλο βαθμό με τα χαρακτηριστικά της πέτρας. Μια περίφραξη εκπληρώνει διάφορες λειτουργίες.
Διαχωρίζει τον ιδιωτικό από τον κοινόχρηστο ελεύθερο χώρο ή το δρόµο, ελέγχει την είσοδο των ατόµων στην ιδιωτική περιουσία και την προστατεύει από παραβιάσεις.
Ταυτόχρονα, αποτελεί στοιχείο σήµανσης και αναγνώρισης της ιδιωτικής περιουσίας. Αποτελεί τον “πρόλογο” του κτιρίου και βοηθά στην ένταξή του στο γύρω φυσικό και δοµηµένο περιβάλλον. Επιπλέον, είναι ένα χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό στοιχείο του κτιρίου που ασκεί σηµαντική επίδραση στον περιβάλλοντα χώρο.
Προκειµένου να εκπληρώσει σε ικανοποιητικό βαθµό όλες τις παραπάνω λειτουργίες, µία περίφραξη πρέπει να σχεδιαστεί προσεκτικά σε σχέση µε τη χωροθέτηση, το σχήµα και τον τρόπο κατασκευής της.
Αποτελεί κατασκευή µε τεχνικές, αλλά και αρχιτεκτονικές απαιτήσεις. Ο σχεδιασµός της απαιτείται να προσαρµοστεί µε τα βασικά κτίσµατα, αλλά ταυτόχρονα να ενταχθεί σε ένα καθορισµένο περιβάλλον και να συνδυαστεί µε ανάλογα στοιχεία των γειτoνικών κατασκευών.

Κατά το σχεδιασμό μιας περίφραξης πρέπει να εξετάζονται τα παρακάτω σημεία:
Ο βαθµός ασφάλειας και αποµόνωσης που παρέχει στο κτίριο επηρεάζει σημαντικά το μέγεθος και τον τρόπο κατασκευής της περίφραξης. Τα γειτονικά κτίρια ή οικιστικά συγκροτήματα αποτελούν σοβαρό κριτήριο κατά το σχεδιασμό των περιφράξεων, διότι η αντιπαράθεσή τους είναι άμεση και συντελεί πολύ στη διαμόρφωση του χώρου δημόσιας χρήσης ή των δρόμων που περιβάλλουν τους ιδιωτικούς χώρους.
Οι είσοδοι αποτελούν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία μιας περίφραξης. Η θέση και ο προσανατολισμός, το μέγεθος και η αρχιτεκτονική της εισόδου πρέπει να συνδυάζονται με την αρχιτεκτονική και τη λειτουργία του κτιρίου και να εvαρμονίζονται με τις γειτονικές.

Η ενσωµάτωση ενός φυσικού ή τεχνητου στοιχείου που προϋπήρχε ή προγραμματίζεται να τοποθετηθεί σε κάποιο σημείο της περίφραξης είναι ένα ακόμη σημείο που χρειάζεται προσοχή. Μπορεί να πρόκειται για ένα στύλο ηλεκτροφωτισμού ή ένα στοιχείο υπαίθριου εξοπλισμού, ένα δέντρο κτλ.
Κατηγορίες πετρωµάτων
Τα φυσικά πετρώματα διακρίνονται γεωλογικά σε τρεις κατηγορίες ηφαιστειογενή, ιζηματογενή και μεταμορφωσιγενή.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν ο βασάλτης και ο γρανίτης, ενώ στη δεύτερη ανήκουν οι ασβεστόλιθοι.
Στα μεταμορφωσιγενή πετρώματα ανήκουν οι γνεύσιοι, οι σχιστόλιθοι και τα μάρμαρα.

Οι πέτρες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή περιφράξεων μπορεί να έχουν ορθογώνιο ή ακανόνιστο σχήμα. Στην ίδια κατασκευή μπορεί να γίνει επίσης συνδυασμός ορθογώνιων και ακανόνιστων λίθων.
Οι ορθογώνιες πέτρες κόβονται από τη μάζα των πετρωμάτων από τα οποία προέρχονται με τη χρήση μηχανικών μέσων.
Οι ακανόνιστες πέτρες εξάγονται από πετρώματα που αποτελούνται από παράλληλες στρώσεις και αφήνονται στη φυσική τους κατάσταση. Οι έδρες τους υφίστανται χονδρική επεξεργασία, συνήθως με το χέρι, έτσι ώστε να μπορούν να προσαρμόζονται μεταξύ τους. Πριν από τη χρήση, οι ακανόνιστες πέτρες πρέπει να καθαρίζονται καλά, διότι οι αποθέσεις, που είναι πιθανό να υπάρχουν στις φυσικές τους έδρες, μπορεί να αλληλεπιδράσουν χημικά με το συνδετικό κονίαμα, ή απλώς να απορροφήσουν την υγρασία του.
Προσοχή πρέπει να δίνεται κατά την εξόρυξη και την τοποθέτηση λίθων που προέρχονται από ανισότροπα πετρώματα, ώστε και οι δύο διαδικασίες να ακολουθούν τη διεύθυνση της μεγαλύτερης σχιατότητας.
Επιλογή πέτρας για την κατασκευή περίφραξης
Οι πέτρινες περιφράξεις κατασκευάζονται από φυσικές πέτρες ή από βιομηχανοποιημένα δομικά στοιχεία που δίνουν τη δυνατότητα κατασκευών με παραδοσιακή εμφάνιση. Οι φυσικές πέτρες επιλέγονται συνήθως λόγω της αισθητικής τους ή επειδή είναι διαθέσιμες στην περιοχή του έργου. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ποικιλία φυσικών λίθων που παρουσιάζουν διαφορετικές τεχνικές ιδιότητες.
Βασικά στοιχεία που πρέπει να εξετάζονται είναι το πορώδες και η αντοχή της φυσικής πέτρας. Οι φυσικές πέτρες σπάνια χρησιμοποιούνται στις διαστάσεις που βγαίνουν από το λατομείο. Συνήθως κόβονται σε παραλληλεπίπεδα τεμάχια και γίνονται πελεκητές ή λειαίνονται. Μπορεί να κοπούν όλες ομοιόμορφα ή σε μερικά τυποποιημένα μεγέθη, που συνδυάζονται μεταξύ τους.
Βασικές µέθοδοι κατασκευής
Πέτρινα τοιχώµατα ξηρής δόµησης

Η συγκεκριµένη µέθοδος κατασκευής τοιχωµάτων από πέτρα βασίζεται στην αρχή ότι οι πέτρες διατηρούν τη θέση τους χωρίς συνδετικό κονίαµα, καθώς το βάρος της πέτρας και η τριβή µπορούν να εξασφαλίζουν τη σταθερότητά της, εφόσον γίνει η κατάλληλη τοποθέτηση. Η κατασκευή τοιχωµάτων µε τη µέθοδο αυτή δεν είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, δεν συνιστάται, όµως, για περιφράξεις µε ύψος µεγαλύτερο από 1 m. Εξαιτίας όµως του τρόπου στήριξης, κατά την τοποθέτηση πρέπει να προβλέπεται απόκλιση από την κατακόρυφη διεύθυνση προς το εσωτερικό της περίφραξης περίπου κατά 5 cm ανά 0,3 m ύψους περίφραξης.
Αρχικά τοποθετούνται οι πέτρες που αποτελούν τη βάση του τοιχώµατος της περίφραξης, περίπου 15 cm χαµηλότερα από την επιφάνεια του εδάφους, χωρίς να απαιτείται κατασκευή συµπαγούς στρώσης υποστρώµατος. Για τις πρώτες στρώσεις πρέπει να επιλέγονται πέτρες σχετικά µεγάλων διαστάσεων, ενώ η σωστή εσωτερική κλίση της περίφραξης εξασφαλίζεται µε κατάλληλους οδηγούς, ξύλινους ή µεταλλικούς.
Για την τελευταία στρώση πρέπει να επιλέγονται πέτρες σχετικά µεγάλων διαστάσεων και όσο το δυνατόν επίπεδες.
Όσον αφορά στους αρµούς που σχηµατίζονται, καλό είναι οι πέτρες να τοποθετούνται µε τρόπο τέτοιο, ώστε να αποφεύγεται ο σχηµατισµός συνεχών κατακόρυφων αρµών, οι οποίοι επιδρούν αρνητικά τόσο στην αισθητική της περίφραξης, όσο και στη στατικότητά της. Πετρώµατα όπως γρανίτης, ασβεστόλιθος, µάρµαρο, ψαµµίτης και σχιστόλιθος µπορούν να χρησιµοποιηθούν για την κατασκευή περιφράξεων µε τη συγκεκριµένη µέθοδο.
Πέτρινα τοιχώµατα µε συνδετικό κονίαµα

Η µέθοδος αυτή διαφέρει από τη µέθοδο της ξηρής δόµησης στο ότι η σταθερότητα του τοιχώµατος δεν εξαρτάται από την τριβή της κάθε πέτρας αλλά από το συνδετικό κονίαµα που χρησιµοποιείται για την στερέωση.
Συνήθως χρησιµοποιείται τσιµεντοκονίαµα για να συνδεθούν ΟΙ πέτρες µεταξύ τους και να δηµιουργηθεί ένα µονολιθικό τοίχωµα. Το συνδετικό κονίαµα που χρησιµοποιείται δεν πρέπει να είναι πολύ υδαρές για να αποφεύγεται η ρύπανση των εµφανών επιφανειών των λίθων µε περισσεύµατα κονιάµατος.
Η συγκεκριµένη µέθοδος κατασκευής προϋποθέτει τοποθέτηση συµπαγούς στρώσης υποστρώµατος, η οποία κατασκευάζεται συνήθως από σκυρόδεµα ή πέτρα, έτσι ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος σχηµατισµού ρηγµατώσεων λόγω καθιζήσεων.
Επίσης προβλέπεται η τοποθέτηση αγωγών αποστράγγισης, ώστε να µην εµποδίζεται η διέλευση του νερού διά µέσου του τοιχώµατος. Το µεγαλύτερο πλεονέκτηµα της συγκεκριµένης µεθόδου είναι η σταθερότητα του τοιχώµατος. Αποκλείεται ακόµη και η παραµικρή µετακίνηση κάποιας πέτρας, ενώ ταυτόχρονα εµποδίζεται η διέλευση ρύπων ανάµεσα από τις πέτρες.
Η απόκλιση από την κατακόρυφη διεύθυνση πρέπει να υπολογίζεται τουλάχιστον στα 4 cm ανά 1 m ύψους της περίφραξης. προς την εσωτερική πλευρά της.
Αρχικά κατασκευάζεται το συµπαγές υπόστρωµα από σκυρόδεµα µε πάχος της τάξης των 10-20 cm και πλάτος ανάλογο του πλάτους της περίφραξης, µε περιθώριο τουλάχιστον 10 cm αµφίπλευρα της περίφραξης (π.χ. για περίφραξη πλάτους 30 cm κατασκευάζεται υπόστρωµα µε πλάτος περίπου 60 cm).
Σε κάθε περίπτωση, το συνολικό πλάτος του υποστρώµατος πρέπει να είναι τουλάχιστον 45 cm. Η τελική επιφάνεια του υποστρώµατος πρέπει να βρίσκεται τουλάχιστον 5 cm κάτω από τη στάθµη της επιφάνειας του εδάφους.
Επένδυση τοίχων µε πέτρες

Η δυνατότητα επένδυσης µε φυσικές ή τεχνητές πέτρες ενός τοιχίου περίφραξης από τούβλα ή σκυρόδεµα, ώστε να παρουσιάζεται εξωτερικά η αισθητική της λιθοδοµής, είναι επίσης πολύ διαδεδοµένη, καθώς έχει µικρότερο κόστος και χρόνο κατασκευής.
Η λίθινη επένδυση μπορεί να είναι επικολλημένη στην περίφραξη με συνδετικό κονίαμα, το οποίο μπορεί να είναι ενισχυμένο με ρητίνες και μεταλλικό πλέγμα. Στην περίπτωση αυτή το ίδιο βάρος της επένδυσης αναλαμβάνεται από την τοιχοποιία.
Επίσης η λίθινη επένδυση μπορεί να κατασκευαστεί και κτιστή, ξεκινώντας από το επίπεδο του δαπέδου, έτσι ώστε να φέρει το ίδιο βάρος της και να μην επιβαρύνει την περίφραξη. Μεταξύ της περίφραξης και της λίθινης επένδυσης τοποθετείται συνδετικό κονίαμα.
Στη διεθνή αγορά διατίθενται μεγάλες πλάκες φυσικής ή τεχνητής πέτρας, που μπορούν επίσης να αποτελέσουν επένδυση τοίχου περίφραξης από άλλα υλικά ή πλήρωση σκελετού από σκυρόδεμα ή χάλυβα. Κάθε πλάκα στερεώνεται στo φέροντα οργανισμό της κατασκευής με τη βοήθεια χαλύβδινων ελασμάτων ή βυσμάτων που έχουν ενσωματωθεί στο σκελετό κατά τη σκυροδέτηση.
Τα στηρίγματα αυτά εισχωρούν στα τέσσερα άκρα ή συγκρατούν περιμετρικές διατομές των πλακών.
Προβλήματα

Τα προβλήματα που μπορεί να παρουσιαστούν στις πέτρινες περιφράξεις οφείλονται κυρίως στην υποβάθμιση των υλικών κατασκευής από την επίδραση των συνθηκών του περιβάλλοντος, καθώς και σε μετακινήσεις ποικίλης προέλευσης.
Η υγρασία που εισχωρεί στο εσωτερικό των λίθων, ανάλογα με το πορώδες τους, μπορεί να μεταβληθεί σε πάγο και λόγω αύξησης του όγκου του κατά το 1/10 να προκαλέσει μικρορηγματώσεις στις πέτρινες επιφάνειες.
Ένα πολύ συνηθισμένο πρόβλημα προέρχεται από την κρυσταλλοποίηση των υδατοδιαλυτών αλάτων. Το νερό που εισχωρεί στους πόρους των λίθων μεταφέρει υδατοδιαλυτές ουσίες, οι οποίες αντιδρούν μεταξύ τους με αποτέλεσμα τη δημιουργία αλάτων. Οι ουσίες αυτές μπορεί να προέρχονται από το υλικό των λίθων ή του συνδετικού κονιάματος, από την ατμόσφαιρα, από το έδαφος ή ακόμη και από τα υλικά επιδιόρθωσης παλαιών περιφράξεων που μπορεί να είναι ασύμβατα με τα αρχικά.
Τα άλατα εμφανίζονται στην επιφάνεια των λίθων, στην οποία μεταφέρονται με το νερό, και κατά την εξάτμιση της υγρασίας παραμένουν εκεί, δημιουργώντας αντιαισθητικούς λεκέδες (εξανθήματα). Επιπλέον, η κρυσταλλοποίηση των αλάτων προϋποθέτει αύξηση του όγκου τους, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την επιφανειακή μικρορηγμάτωση ή απολέπιση των λίθων.

Η όξινη ατμόσφαιρα του αστικού ή βιομηχανικού περιβάλλοντος μπορεί εξάλλου να προκαλέσει διάβρωση των λίθων ανάλογα με τη χημική τους σύσταση. Τα αποσαθρωμένα υλικά της επιφανειακής στρώσης παρασύρονται από το νερό της βροχής που ρέει στα τοιχώµατα, αφήνοντας έτσι ακάλυπτες νέες επιφάνειες, ΟΙ οποίες υφίστανται το ίδιο φαινόµενο. Αποτέλεσµα είναι το σταδιακό και ανοµοιόµορφο “φάγωµα” της επιφάνειας του τοίχου.
Ανάλογα φαινόµενα µπορεί να προκαλέσει η ανάπτυξη µικροοργανισµών, η οποία καθιστά εύθραυστη την επιφάνεια των τοίχων. Η ρύπανση των περιφράξεων από πέτρα προέρχεται κυρίως από τη διείσδυση µέσα στους πόρους των λίθων των στερεών σωµατιδίων που αιωρούνται στα κατώτερα στρώµατα της ατµόσφαιρας. Επειδή τα σωµατίδια αυτά είναι αδρανή, δεν προκαλούν υποβάθµιση των υλικών του τοίχου, αλλά επηρεάζουν αρνητικά την αισθητική του.
Εκτός από τα προβλήµατα που αφορούν στο ίδιο το υλικό των λίθων, οι µεταλλικοί σύνδεσµοι, κιγκλιδώµατα ή άλλα µεταλλικά στοιχεία που µπορεί να περιλαµβάνονται στην περίφραξη µπορεί να δηµιουργήσουν άλλα προβλήµατα. Το σκούριασµα των µεταλλικών στοιχείων προκαλεί µικρή διόγκώσή τους, ως συνέπεια της οποίας επιβάλλονται τάσεις στους λίθους που περιβάλλουν τα µεταλλικά στοιχεία. Οι τάσεις αυτές προκαλούν ρηγµατώσεις των λίθων και µπορεί να φτάσουν ως την αποκόλληση επιφανειακών τµηµάτων τους.
Προβλήµατα στις περιφράξεις από πέτρα είναι πιθανόν εξάλλου να προκληθούν από µικροµετακινήσεις του εδάφους θεµελίωσης. Λόγω της µεγάλης ακαµψίας των λίθων, σε τέτοιες περιπτώσεις είναι συνηθέστερη η ρηγµάτωση κατά µήκος των συνδετικών αρµών των λίθων.
Το πρόβληµα επιτείνεται, αν το συνδετικό κονίαµα είναι ισχνό ή αν υπάρχουν κατασκευαστικές ατέλειες στον τοίχο, όπως µεγάλα τµήµατα πληρωµένα µε κονίαµα ή µε λίθους µικρού µεγέθους σε περιφράξεις από ακανόνιστες πέτρες.
Ο συνδυασµός της περίφραξης από πέτρα µε δοµικά στοιχεία από άλλα υλικά µπορεί επίσης να προκαλέσει ρηγµάτωση κατά µήκος των αρµών λόγω διαφορετικής συµπεριφοράς στη θερµότητα, στην απορρόφηση υγρασίας ή στην ακαµψία των στοιχείων.
Αφαίρεση λεκέδων από τα διακοσμητικά πετρώματα
ΠΗΓΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΑΡΜΑΡΟ
Φαβιέρου 24-26
Τ.Κ. 104 38 Αθήνα
Τηλ: 210 5241394
Fax: 210 5246628
Η αφαίρεση λεκέδων από τα μάρμαρα και τα διακοσμητικά πετρώματα είναι μια διαδικασία αρκετά χρονοβόρα και περίπλοκη, ιδιαίτερα όταν οι λεκέδες είναι παλαιοί. Το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: το είδος του λεκέ, τον τύπο του πετρώματος, το βαθμό κατεργασίας της επιφάνειας του υλικού, τον τρόπο και τις συνθήκες τοποθέτησης των πλακών κ.ά.
Σε γενικές γραμμές οι λεκέδες μπορούν να διακριθούν σε: οργανικούς ή ανόργανους, επιφανειακούς ή βαθείς, πρόσφατους ή παλαιούς.
Για την αφαίρεση των λεκέδων πρέπει να χρησιμοποιούνται, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, ειδικά χημικά υλικά σε υγρή μορφή ή διαλελυμένα σε συνδυασμό με κατάλληλα προσροφητικά υλικά.
Τα τελευταία απλώνονται στην επιφάνεια του πετρώματος, πάνω από το λεκέ, και προσροφούν στη μάζα τους, κατά την αρχή του τριχοειδούς φαινομένου, το υγρό χημικό υλικό μαζί με τον υπεύθυνο για τη δημιουργία του λεκέ παράγοντα, εμποδίζοντας ταυτόχρονα την παραπέρα εξάπλωσή του στη μάζα του διακοσμητικού πετρώματος.
Τα προσροφητικά υλικά που χρησιμοποιούνται περισσότερο είναι: ανόργανα στερεά σε μορφή πολύ λεπτής σκόνης (κιμωλία, τάλκης, αλουμίνα, σεπιόλιθος, αταπουλγίτης, πυριτικό άλας του μαγνησίου, ασβεστόλιθος κ.ά.), ζελέ από κυτταρίνη, ειδικό κόμμι (xantana gum), πολυμερή κ.λπ., υγρά με υψηλό ιξώδες (γλυκερίνη, pοlyοxydrilate cοmpοunds κ.λπ.), οργανικά στερεά (πάστα κυτταρίνης, απορροφητικό χαρτί, βαμβάκι, λεπτό βαμβακερό ύφασμα κ.λπ.). Γενικά πρέπει να προτιμώνται προσροφητικά υλικά που δεν αντιδρούν με το καθαριστικό διάλυμα και δεν αλλοιώνουν το πέτρωμα ακόμη και όταν διεισδύσουν σε αυτό. Πρέπει επίσης να μπορούν να απομακρύνονται εύκολα μετά το τέλος της διαδικασίας αφαίρεσης του λεκέ.
Συνιστάται, σε όλες τις περιπτώσεις, στο τέλος της διαδικασίας προσεκτικό ξέπλυμα της επιφάνειας με απεσταγμένο ή απιονισμένο νερό, για την απομάκρυνση των αλάτων τα οποία είναι πάντα βλαβερά, ιδιαίτερα για τα πορώδη πετρώματα.
Οταν η φύση του λεκέ ή/και του πετρώματος δεν είναι ακριβώς γνωστές, συνιστάται δοκιμή σε ένα μικρό τμήμα της επιφάνειας.
Λεκέδες από λάδια και λίπη
Μπορούν να αφαιρεθούν:
Με οργανικό διαλύτη (αιθάνιο, αιθυλικό αιθέρα, τριαιθανολαμίνη κ.λπ.) που εφαρμόζεται στη λερωμένη επιφάνεια μαζί με ένα παχύ στρώμα προσροφητικού υλικού. Καλά αποτελέσματα έχει δώσει το αιθάνιο όταν εφαρμόζεται πάνω στο λεκέ σε συνδυασμό με την κάλυψή του με κιμωλία, τάλκη, σεπιόλιθο και αφήνεται να εξατμιστεί αργά. Ανάλογα με την επιμονή του λεκέ η διαδικασία καθαρισμού πρέπει να επαναληφθεί περισσότερες από μια φορές, ανανεώνοντας κατά τακτά διαστήματα το προσροφητικό υλικό (στο τελευταίο συγκεντρώνεται το λάδι ή το λίπος που δημιούργησε το λεκέ). Η διαδικασία καθαρισμού χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή γιατί μπορεί το προσροφητικό υλικό να εμποτιστεί έντονα με το λίπος, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί επαναδιείσδυσή του στο πέτρωμα, όταν αυτό είναι πορώδες.
Mε αλκαλικό διάλυμα (π.χ. αμμωνιακό διάλυμα, διαλύματα ανθρακικού νατρίου (σόδας), υποχλωριώδους νατρίου μαζί με κιμωλία κ.λπ.) στην περίπτωση που ο λεκές δεν εξαλειφθεί με την προηγούμενη μέθοδο. Το διάλυμα υδρολύει το λεκέ, διαχωρίζοντάς τον στα βασικά του συστατικά, τα οποία στη συνέχεια μπορούν να διαλυθούν και να απορροφηθούν από το προσροφητικό υλικό.
Με υπεροξείδιο του υδρογόνου/110 όγκος (οξυζενέ) πάνω σε προσροφητικό υλικό (κυρίως κιμωλία) στην περίπτωση πολύ παλαιών και αλλοιωμένων λεκέδων. Η αντίδραση της οξείδωσης μπορεί να είναι αρκετά αργή και να απαιτηθούν αρκετές επαναλήψεις.
Λεκέδες από μελάνι στυλογράφου
Καθώς το είδος αυτό μελάνης διαλύεται συνήθως αρκετά στο νερό οι λεκέδες αυτοί αφαιρούνται εφαρμόζοντας υδατικά διαλύματα τασιενεργών ή διαλύματα υποχλωριώδους νατρίου σε συνδυασμό με τα κατάλληλα προσροφητικά υλικά (π.χ. κιμωλία). Στους πιο επίμονους λεκέδες, χρησιμοποιείται υπεροξείδιο του υδρογόνου/110 όγκος (πάντα με προσροφητικό υλικό, π.χ. γύψος).
Λεκέδες από μελάνι μαρκαδόρου
Αφαιρούνται με ακετόνη ή χλωριούχους υδρογονάνθρακες πάνω σε ένα παχύ στρώμα προσροφητικού υλικού, π.χ. κιμωλία ή τάλκη. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται περισσότερες από μια φορές στην περίπτωση των επίμονων λεκέδων, προσέχοντας να μην απομείνουν ίχνη του διαλύματος πάνω στην επιφάνεια. Αν δημιουργηθεί άλως, χρησιμοποιείται υπεροξείδιο του υδρογόνου/110 όγκος, σε συνδυασμό με κιμωλία ως προσροφητικό υλικό.
Λεκέδες από βερνίκια
Καταρχήν αφαιρούνται τα τυχόν πηγμένα σταγονίδια βερνικιού από την επιφάνεια του πετρώματος με τρίψιμο ή άλλο τρόπο, προσέχοντας να μη γρατζουνιστεί η επιφάνεια. Αυτοί καθαυτοί οι λεκέδες αφαιρούνται χρησιμοποιώντας το κατάλληλο υγρό αφαίρεσης βερνικιών (μεθυλοχλωρίδιο, χλωριούχοι υδρογονάνθρακες κ.λπ.), που εφαρμόζεται σε μικρές ποσότητες επάνω στο λεκέ και καλύπτεται από ένα παχύ στρώμα προσροφητικού υλικού (κιμωλία, τάλκη, αταπουλγίτη, σεπιόλιθο κ.λπ.). Η διαδικασία επαναλαμβάνεται περισσότερες από μια φορές, φροντίζοντας να ανανεώνεται το προσροφητικό υλικό, όταν αυτό φαίνεται αρκετά λερωμένο από το βερνίκι που αφαίρεσε ο διαλύτης.
Αν οι λεκέδες δεν αφαιρεθούν τελείως, εφαρμόζεται η οξειδωτική διάλυσή τους, με τη βοήθεια υπεροξειδίου του υδρογόνου (πάντα με προσροφητικό υλικό).
Μετά την αφαίρεση του οργανικού μέρους του βερνικιού, μπορεί να παρατηρηθούν υπολείμματα από την ανόργανη χρωστική του ύλη. Αυτά μπορούν να αφαιρεθούν με την επαναλαμβανόμενη επάλειψη της επιφάνειας της πέτρας με ένα ουδέτερο τασιενεργό. Αν ο τύπος και η χημική σύσταση του διακοσμητικού πετρώματος το επιτρέπει, συνιστάται και η εφαρμογή μιας πιο δραστικής μεθόδου, δηλαδή η χρήση ελαφρώς όξινων διαλυμάτων ή/και διαλυμάτων μεταλλικών ιόντων.
Λεκέδες από πίσσα και άσφαλτο
Αφαιρούνται όπως οι λεκέδες από βερνίκι, χρησιμοποιώντας τολουένιο, ξυλόλιο (ή άλλους αρωματικούς υδρογονάνθρακες), επάνω σε παχύ στρώμα προσροφητικού υλικού. Συνιστάται προηγουμένως η δοκιμαστική εφαρμογή της μεθόδου σε ένα μικρό λεκέ.
Λεκέδες από τσάι, καφέ, κρασί
Αν οι λεκέδες είναι πρόσφατοι και επιφανειακοί, μπορούν να αφαιρεθούν και με μια κοινή γόμα σβησίματος. Αν το αποτέλεσμα δεν είναι καλό, συνιστάται η εφαρμογή υδατικών διαλυμάτων υποχλωριώδους νατρίου (8-10%) μαζί με ένα προσροφητικό υλικό. Στην περίπτωση επίμονων λεκέδων ή ιχνών από άλω χρησιμοποιείται υπεροξείδιο του υδρογόνου/110 όγκοι που θα πραγματοποιήσει αργά την πλήρη οξείδωση της οργανικής ουσίας μαζί με προσροφητικό υλικό.
Λεκέδες από τρόφιμα γενικά
Αφαιρούνται, όταν είναι δυνατό, με τασιενεργά. Χρησιμοποιούνται διαλύματα υποχλωριώδους νατρίου (8-10%) περισσότερες από μια φορές. Στις περιπτώσεις των πιο επίμονων λεκέδων συνιστάται επέμβαση με υπεροξείδιο του υδρογόνου σε συνδυασμό με τα κατάλληλα προσροφητικά υλικά.
Λεκέδες από άλατα χαλκού
Εχουν σκουροπράσινες αποχρώσεις και γενικά οφείλονται σε αλκαλικά ανθρακικά ή θειικά άλατα του χαλκού. Για την αφαίρεσή τους εφαρμόζονται μέθοδοι παρόμοιες με εκείνες που εξαλείφουν τους λεκέδες σκουριάς ή πιο απλά χρησιμοποιούνται σε επαναλαμβανόμενες εφαρμογές διαλύματα αμμωνίας ή ανθρακικού αμμωνίου (20% περίπου), EDTA, σουλφαμικό οξύ κ.λπ., σε συνδυασμό με τα κατάλληλα αδρανή προσροφητικά υλικά (κιμωλία, σεπιόλιθος, αταπουλγίτης κ.λπ.). Μετά την εφαρμογή, είναι απαραίτητο ένα καλό ξέπλυμα της επιφάνειας με απεσταγμένο και απιονισμένο νερό.
Λεκέδες σκουριάς
Η αφαίρεσή τους είναι αρκετά περίπλοκη, ιδιαίτερα όταν είναι παλιοί και το πέτρωμα ασβεστολιθικό και πορώδες. Όταν το πέτρωμα είναι πυριτικής σύστασης (γρανίτης, χαλαζίτης κ.λπ.) μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαλύματα από κατάλληλα μείγματα θειικού, φωσφορικού, υδροχλωρικού, οξαλικού και σουλφαμικού οξέος.
Οταν το πέτρωμα είναι ασβεστολιθικής σύστασης, δηλαδή πολύ ευαίσθητο στη δράση των οξέων (π.χ. μάρμαρο) με τα οποία αντιδρά δημιουργώντας διοξείδιο του άνθρακα και άλατα, η διαδικασία είναι πολύ πιο σύνθετη και εξαρτάται από το βαθμό επεξεργασίας της επιφάνειας. Σε ακατέργαστες ή λειοτριμένες επιφάνειες μπορούν να εφαρμοστούν αραιά διαλύματα οξαλικού, υδροφθορικού ή ακόμη και φωσφορικού οξέος, γιατί τα οξέα αυτά δημιουργώντας αδιάλυτα άλατα ασβεστίου προστατεύουν μερικά την ίδια την ασβεστολιθική επιφάνεια. Σε μερικές περιπτώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν και διαλύματα κιτρικού οξέος. Σε στιλβωμένες επιφάνειες απαιτούνται πιο εξειδικευμένες και σύνθετες μέθοδοι (συνήθως με βάση τα κατάλληλα μεταλλικά ιόντα σε ουδέτερο ή ελαφρώς αλκαλικό διάλυμα). Στην περίπτωση αυτή απαιτείται διαδικασία μακρόχρονη, ενώ τα αποτελέσματα δεν είναι πάντοτε ικανοποιητικά, ιδιαίτερα όταν οι λεκέδες έχουν διεισδύσει σε βάθος και είναι παλαιοί.
Σε κάθε περίπτωση, μετά την εφαρμογή των οξέων, πρέπει η επιφάνεια του διακοσμητικού πετρώματος να πλένεται προσεκτικά με ένα διάλυμα ανθρακικού νατρίου και στη συνέχεια να ξεπλένεται με άφθονο νερό.
Τα στοιχεία είναι από σχετική έρευνα που έγινε στα εργαστήρια του ιταλικού Πανεπιστημίου της Πίζας Paοlο Daνini Institutο di Ingegneria Chimica.
- Categories:
- Εργασίες - Συντήρηση
Οδηγίες για την προστασία φυσικών πετρωμάτων
Γενικά
Τα πλέον συνηθισμένα προβλήματα που παρουσιάζονται κατά και δυστυχώς κυρίως μετά την τοποθέτηση όλων των φυσικών διακοσμητικών πετρωμάτων ειδικά στα δάπεδα είναι:
• υπολείμματα τσιμέντου
• ασπρίλες
• διάφορες βρωμιές (σκόνη, χώμα, υπολείμματα τροφών, λάδια-λίπη)
Οι παρακάτω οδηγίες έχουν σαν στόχο να προλάβουν την δημιουργία τέτοιων “λεκέδων”.
Πριν την τοποθέτηση
Αν η πέτρα είναι μέτριας ή μεγάλης απορροφητικότητας, σωστό είναι να προλάβουμε την μεταφορά αλάτων από τσιμέντο-αρμό-νερά στην επιφάνεια της (ασπρίλες), με ένα υδρο-απωθητικό εμποτιστικό (π.χ. SOL 170) σε όλες τις επιφάνειες. Αυτό μειώνει στο ελάχιστο την απορροφητικότητα της πέτρας χωρίς να επηρεάζει καθόλου το φυσικό της χρώμα.
Κατά την τοποθέτηση
Προσέχουμε να καθαρίσουμε οποιαδήποτε υπολείμματα-βρωμιές άμεσα με βρεγμένο σφουγγάρι.
Μετά την τοποθέτηση
3-5 μέρες μετά την αρμολόγηση καθαρίζουμε τυχόν εναπομείναντες βρωμιές (συνήθως υπολείμματα τσιμέντου) με ειδικά καθαριστικά (π.χ. DETERFUG / DISYCOTT). Ιδανική είναι η χρήση πλυντικού μηχανήματος με σκληρή βούρτσα.
Αδιαβροχοποίηση
Αφού στεγνώσουν οι επιφάνειες για 2-4 μέρες εφαρμόζουμε ένα εμποτιστικό πέτρας, το οποίο κλείνει τους πόρους, την αδιαβροχοποιεί και την προστατεύει από όλες τις βρωμιές. Μπορούμε να διαλέξουμε εμποτιστικά που διατηρούν το φυσικό χρώμα (π.χ. ATS 60) και άλλα που το εμβαθύνουν (π.χ. ΜΑ 90).
Καλό είναι να αποφεύγουμε τα βερνίκια, τα οποία με την επίδραση των καιρικών συνθηκών και ειδικά της ηλιακής ακτινοβολίας αργά η γρήγορα “ξεφλουδίζουν”.
Καθαρισμός
Για καθημερινό καθαρισμό χρησιμοποιούμε ουδέτερα απορρυπαντικά (π.χ. NEUGEL). Υπολείμματα τροφών, λάδια-λίπη θα καθαρίσουν μόνο με ισχυρότερα απορρυπαντικά (π.χ. COTTOSOLV) καθώς και συγκεκριμένοι λεκέδες όπου πρέπει να χρησιμοποιήσουμε εξειδικευμένα καθαριστικά (π.χ. NO RUG για σκουριά, NO SMOG για καπνό, OXIDANT για χρώματα).
Σημείωση
Όλα τα υλικά πρέπει να εφαρμόζονται σε καθαρές και στεγνές επιφάνειες σε όχι υπερβολικά χαμηλές αλλά ούτε και υψηλές θερμοκρασίες.
Κατά την εφαρμογή αποφύγετε επαφή με τα μάτια και το δέρμα και φροντίστε για καλό αερισμό αν πρόκειται για εσωτερικό χώρο.
- Categories:
- Εργασίες - Συντήρηση
Κατασκευή Συντριβανιού
Όλα τα σιντριβάνια μπορούν να “στηθούν” και να λειτουργήσουν εύκολα χωρίς την ανάγκη εξειδικευμένων γνώσεων και ικανοτήτων.
Η όλη κατασκευή βασίζεται στην ανακύκληση του νερού από μια “δεξαμενή” μέσω μιας αντλίας όπως φαίνεται στο διπλανό σχήμα.
Απαιτούνται λοιπόν:
1. Mία δεξαμενή, όπου θα μαζεύεται το ανακυκλούμενο νερό.
Αυτή μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, όπως κτιστή, με μεμβράνη ή με ένα έτοιμο δοχείο. Σαν ποιο εύκολη, γρήγορη αλλά και φθηνή λύση, προτείνεται μία πλαστική δεξαμενή, η οποία μπορεί να προσαρμοστεί είτε μέσα είτε πάνω στο έδαφος.
2. Μερικά τούβλα, τα οποία βάζουμε μέσα στην δεξαμενή για να τοποθετήσουμε πάνω τους το σιντριβάνι. Το σιντριβάνι πρέπει να “κάθεται” στο ίδιο ύψος με το χείλος της δεξαμενής.
3. Μια αντλία, η οποία “κρυμμένη” μέσα στην δεξαμενή φροντίζει για την ανακύκληση του νερού. Με το ανθυγρό καλώδιό της μήκους 15 μέτρων συνδέουμε την αντλία στο ρεύμα μακριά από τα νερά (προσοχή: η αντλία πρέπει να λειτουργεί πάντα μέσα στο νερό).
Τα τεχνικά χαρακτηριστικά της αντλίας εξαρτώνται από το ύψος του σιντριβανιού και την ποσότητα του νερού που θέλουμε “να τρέχει” (βλέπε πίνακα).
4. 1-2 μέτρα εύκαμπτου πλαστικού σωλήνα τον οποίο προσαρμόζουμε στην αντλία, περνάμε μέσα από το τρυπημένο σιντριβάνι και σταθεροποιούμε (με λίγη σιλικόνη) στην άκρη του.
5. 1 περίπου μέτρο πλέγμα περίφραξης το οποίο τοποθετούμε περιμετρικά στο σιντριβάνι καλύπτοντας ελαφρά το χείλος της δεξαμενής.
6. Βότσαλα, πέτρες ή άλλα ανόργανα υλικά (κεραμικά, γυαλί), με τα οποία καλύπτουμε περιμετρικά τη βάση του σιντριβανιού (πάνω στο πλέγμα), έτσι ώστε το ανακυκλούμενο νερό να “χάνεται” μέσα σ΄ αυτά τα διακοσμητικά υλικά.
- Categories:
- Εργασίες - Συντήρηση